- ομοπαθώ
- ὁμοπαθῶ, -έω (Α) [ομοπαθής]1. παθαίνω ή αισθάνομαι τα ίδια με κάποιον άλλο2. μτφ. (για φωνήεν) υφίσταμαι τα ίδια πάθη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνομοπαθώ — έω, Α συνομοιοπαθῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁμοπαθῶ «παθαίνω ή αισθάνομαι τα ίδια με κάποιον άλλον»] … Dictionary of Greek